- υποποιώ
- -έω, Α [ποιῶ]1. υποτάσσω2. προξενώ κάτι σιγά σιγά, σταδιακά3. μέσ. ὑποποιούμαι, -έομαια) οικειοποιούμαιβ) προσελκύω κάποιον με δόλια τεχνάσματαγ) προσποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
υποποίησις — ήσεως, ἡ, Μ [ὑποποιῶ] προσέλκυση με χρήση τεχνασμάτων … Dictionary of Greek